κοπροφάγων

κοπροφάγων
κοπροφάγος
dung-eating
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… …   Dictionary of Greek

  • ατευχής — (ateuchus). Γένος κοπροφάγων εντόμων της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται μεταξύ 2 4 εκ. Έχουν έλυτρα, που ανοίγουν σαν φύλλα βιβλίου, και χρώματα με ωραίες… …   Dictionary of Greek

  • απόβλητα — Ουσίες οι οποίες αποβάλλονται στο περιβάλλον ως άχρηστα προϊόντα μιας διεργασίας. Επομένως, α. αποκαλούνται όλες οι θεωρούμενες άχρηστες ουσίες που προέρχονται από τις λειτουργίες των οργανισμών αλλά και από τις διάφορες παραγωγικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”